- χαρακοποιούμαι
- -έομαι, Α(αποθ.) κατασκευάζω χαράκωμα, κυρίως για την οχύρωση στρατοπέδου.[ΕΤΥΜΟΛ. < χάραξ, -ακος + -ποιῶ*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαρακοποιΐα — ἡ, Α [χαρακοποιοῡμαι] κατασκευή χαρακώματος, ιδίως για την οχύρωση στρατοπέδου … Dictionary of Greek